- σαπινδώδη
- τα, Νβοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με 168 γένη και 2.500 περίπου είδη, κατανεμημένα σε 9 οικογένειες, από τα οποία τα περισσότερα είναι δένδρα ή θάμνοι, ορισμένα από τα οποία στις τροπικές περιοχές έχουν εδώδιμους αρωματικούς καρπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. sapindales < sapindus (βλ. σάπινδος)].
Dictionary of Greek. 2013.